- βλασφημοῦσα
- βλασφημέωspeak profanely of sacred thingspres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερβολώ — κερβολῶ, έω (Α) κερτομώ*, λοιδορώ, περιπαίζω, πειράζω, υβρίζω («κερβολοῡσα λοιδοροῡσα, βλασφημοῡσα, ἀπατῶσα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού σκερβόλλω* κατά τά ρ. σε έω / ώ με σίγηση τού αρκτικού σ ] … Dictionary of Greek